- νεόρραντος
- νεόρραντος, -ον (Α)1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].
Dictionary of Greek. 2013.